φιλοβασιλικός

φιλοβασιλικός
-ή, -ό, Ν
1. ο θιασώτης τού βασιλικού θεσμού, βασιλόφρονας («φιλοβασιλική οικογένεια»)
2. αυτός που γίνεται ως έκφραση αγάπης προς έναν βασιλιά («φιλοβασιλική συγκέντρωση»).
————————
-ή, -όν, Α [φυλοβασιλεύς]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυλοβασιλέα («φυλοβασιλικὰ χρήματα», επιγρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλοβασιλικός — ή, ό 1. αυτός που αγαπάει τη βασιλεία, ο οπαδός του βασιλικού θεσμού, ο βασιλόφρονας, ο βασιλικός: Φιλοβασιλικοί ψηφοφόροι. 2. αυτός που γίνεται για έκφραση αγάπης προς το βασιλιά: Φιλοβασιλικές εκδηλώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βασιλόφρονας — ο υποστηρικτής του βασιλικού θεσμού, βασιλικός, φιλοβασιλικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς + φρων < φρην. Η λ. με τον τύπο βασιλόφρων μαρτυρείται στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • φιλοβασίλειος — ον, Α αυτός που συμπαθεί το βασιλικό πολίτευμα, φιλοβασιλικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βασίλειος (< βασιλεύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”